παπαβερίνη

παπαβερίνη
Αλκαλοειδής ουσία που περιέχεται στο όπιο· σε εξαιρετικά μικρές ποσότητες δεν έχει επίδραση στο κεντρικό νευρικό σύστημα, όπως τα οπιοειδή της ομάδας της μορφίνης. Διαθέτει έντονη σπασμολυτική δραστηριότητα και ενδείκνυται για τους σπασμούς του συστήματος της χολής και των νεφρών, του εντερικού συστήματος και των αρτηριών.
* * *
η
(φαρμ.) αλκαλοειδές που εξάγεται από το όπιο και τού οποίου το υδροχλωρικό άλας χρησιμοποιείται ως σπασμολυτικό τών λείων μυών και ως αγγειοδιασταλτικό-υποτασικό μαζί με θεοφυλλίνη και θεοβρωμίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. papaveńne (< λατ. papaver «παπαρούνα» + κατάλ. -ine)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοδιασταλτικά — Φαρμακευτικές ουσίες που προκαλούν χαλάρωση στις λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η διάμετρός τους. Διακρίνονται σε ομάδες ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους. 1. Ουσίες που δρουν άμεσα στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”